πλεκτός

πλεκτός
πλεκ-τός, ή, όν,
A plaited, twisted,

τάλαροι Od.9.247

;

σειρή 22.175

;

ἀναδέσμη Il. 22.469

;

ἅρματα Hes.Sc.63

;

ὐποθύμιδες Sapph.Supp.23.16

;

στέφανοι Xenoph.1.2

, cf. E.Hipp.73; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, A.Pr.709; ἀρτάναι, αἰῶραι, S.Ant.54, OT1264;

κύτος E. Ion37

;

κανίσκιον Ar.Fr.160

;

βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι Xenarch.1.9

(paratrag.); σκεύη π. any plaited or twisted instruments, cordage, X. Oec.8.12.
2 wreathed,

ἄνθη A.Pers.618

.
3 as Subst. πλεκτή, , v. sub voce.
b πλεκτόν, τό, basket, SIG1016.4 (Iasos, iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλεκτός — plaited masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεκτόν — πλεκτός plaited masc acc sg πλεκτός plaited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖο — πλεκτός plaited masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖς — πλεκτός plaited masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖσι — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖσιν — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοί — πλεκτός plaited masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῦ — πλεκτός plaited masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτούς — πλεκτός plaited masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”